- προχωννυμι
- προχώννυμιπρο-χώννῡμιобразовывать посредством наносов, наносить
(τὰς νήσους Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰς νήσους Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρόχωμα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (39 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι 2 μικρότεροι οικισμοί, ο Ακροπόταμος (υψόμ. 45 μ.) και ο Καστανάς (υψόμ. 35 μ.). * * * το, ΝΜΑ [προχώννυμι] τεχνητή… … Dictionary of Greek